παύσεις

παύσεις
παύω
make to end
aor subj act 2nd sg (epic)
παύω
make to end
fut ind act 2nd sg
παῦσις
stopping
fem nom/voc pl (attic epic)
παῦσις
stopping
fem nom/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απαγγελία — H τέχνη που διδάσκει στον ηθοποιό τον τρόπο ομιλίας, αφήγησης, ανάγνωσης κλπ. πάνω στη σκηνή. Λέγεται επίσης και τέχνη του λόγου. Διακρίνεται σε τραγική, δραματική και κωμική. Για σωστή α. πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα κάθε φορά… …   Dictionary of Greek

  • εξάπτω — (I) ἐξάπτω [άπτω] (Α) 1. δένω, προσδένω, εξαρτώ από κάπου («ἐξάψας διὰ τῆς θυρίδος τὸ καλώδιον», Αριστοφ.) 2. συνάπτω, συνδέω («τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῡ Πειραιῶς καὶ τὴν γῆν τῆς θαλάσσης», Πλούτ.) 3. θεωρώ κάτι άμεσα συνδεόμενο ή εξαρτώμενο με κάτι… …   Dictionary of Greek

  • κορωνίδα — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1876. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι 12,3 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 9,27. Διεθνώς ονομάζεται Koronis 158. II Μυθολογικό… …   Dictionary of Greek

  • μπαλάντα — Ποιητική σύνθεση, στην οποία διακρίνονται ιστορικά δύο τύποι: η παλιά μ. και η νεώτερη ή ρομαντική. Στην Ιταλία η παλιά μ., που λέγεται και canzone a ballo (= τραγούδι με χορό), είχε λαϊκή προέλευση και γεννήθηκε από τη συνήθεια οι κινήσεις του… …   Dictionary of Greek

  • νικοτίνη — Αλκαλοειδές που περιέχεται στα φύλλα του καπνού, σε ποσότητες από 0,6 έως 15%· από φαρμακολογική άποψη η σπουδαιότερη ενέργεια της ν. κατευθύνεται στο νευροφυτικό σύστημα, τα γάγγλια του οποίου αρχικά ερεθίζονται και ακολούθως παραλύουν.… …   Dictionary of Greek

  • παύση — και πάψη και πάψιμο / παῡσις, ἡ, ΝΑ [παύω] η κατάπαυση, η λήξη, η διακοπή, το σταμάτημα (α. «παύση εργασίας» β. «ἐκόψαμεν αὐτὴν ἀπὸ ἔθνος καὶ παῡσιν παύσεται», ΠΔ) νεοελλ. 1. η απόλυση από την υπηρεσία («τιμωρήθηκε με οριστική παύση») 2. συνεκδ.… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοφάρος — Επίγειος ραδιοπομπός, του οποίου η γεωγραφική θέση και τα χαρακτηριστικά σήματα που εκπέμπει είναι γνωστά ώστε πλοία ή αεροπλάνα να μπορούν, με τη λήψη των σημάτων αυτών, να καθοδηγηθούν στην περαιτέρω πορεία τους. Ο ρ. είναι ιδιαίτερα χρήσιμος… …   Dictionary of Greek

  • Απολινέρ, Γκιγιόμ — (Gillaume Apollinaire,Ρώμη 1880 – Παρίσι 1918). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Γάλλου ποιητή και πεζογράφου Βίλχελμ Απολινάρις ντε Κοστροβίτσκι (Wilhelm Apollinaris de Kostrowitsky). Νόθος γιος ενός Ιταλού αξιωματικού και μιας νεαρής Πολωνέζας,… …   Dictionary of Greek

  • Καισάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. (; – 369 μ.Χ.) Νεότερος αδελφός του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού. Σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική στην Αλεξάνδρεια. Προσελήφθη από τον Ιουλιανό ως αυλικός γιατρός του και διορίστηκε συγκλητικός. Ο… …   Dictionary of Greek

  • κορόνα — η (λ. λατ.) 1. στέμμα ηγεμόνων. 2. εθνόσημο, οικόσημο. 3. ονομασία νομίσματος ορισμένων κρατών (Σουηδίας, Δανίας κ.ά.). 4. (μουσ.), σημείο πάνω σε φθογγόσημα ή παύσεις, που δηλώνει επέκταση της χρονικής τους διάρκειας. 5. (μουσ.), η ψηλότερη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”